Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ερέα

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek Monolingual

η (AM ἐρέα)
νεοελλ.
είδος μάλλινου ανθεκτικού υφάσματος (κν. τσόχα)
μσν.
επίσημο αρχιερατικό ένδυμα
αρχ.-μσν.
μαλλί, έριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < είρος (θ. ερ-) «μαλλί» + επίθημα -έα (πρβλ. αιγ-έα)].