φακεινοπώλιον
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
(i.e. φακῐνο-), τό,
A shop where lentil soup is sold, BGU9i8 (iii A. D.).
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. φακινοπώλιον.