φακινοπώλιον
From LSJ
English (LSJ)
v. φακεινοπώλιον.
Greek Monolingual
και φακεινοπώλιον, τὸ, Α
κατάστημα όπου πωλούνται μαγειρεμένες φακές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάκινος + -πώλιον (< -πώλης), πρβλ. ξυλοπώλιον].
Full diacritics: φᾰκῐνοπώλιον | Medium diacritics: φακινοπώλιον | Low diacritics: φακινοπώλιον | Capitals: ΦΑΚΙΝΟΠΩΛΙΟΝ |
Transliteration A: phakinopṓlion | Transliteration B: phakinopōlion | Transliteration C: fakinopolion | Beta Code: fakinopw/lion |
v. φακεινοπώλιον.
και φακεινοπώλιον, τὸ, Α
κατάστημα όπου πωλούνται μαγειρεμένες φακές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάκινος + -πώλιον (< -πώλης), πρβλ. ξυλοπώλιον].