ετοιμολογία

From LSJ
Revision as of 12:25, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἑτοιμολογία) ετοιμόλογος
η ετοιμότητα στον λόγο, το να απαντά κάποιος με άνεση και ευχέρεια, το να δίνει εύκολα απαντήσεις («πολλοὺς δυνάμενος ἀπατᾱν τῇ τοῦ λόγου... ἑτοιμολογίᾳ», Επιφάν.)
νεοελλ.
1. η προχειρολογία
2. η πνευματική ευστροφία.