ετοιμολογία
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἑτοιμολογία) ετοιμόλογος
η ετοιμότητα στον λόγο, το να απαντά κάποιος με άνεση και ευχέρεια, το να δίνει εύκολα απαντήσεις («πολλοὺς δυνάμενος ἀπατᾱν τῇ τοῦ λόγου... ἑτοιμολογίᾳ», Επιφάν.)
νεοελλ.
1. η προχειρολογία
2. η πνευματική ευστροφία.