ἑτοιμολογία

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

German (Pape)

[Seite 1052] ἡ, Geneigtheit zum Reden, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμολογία: ἡ, τὸ ἑτοίμως καὶ εὐχερῶς λέγειν, Ἐπιφάν. ΙΙ. 376Α: - ἑτοιμο-λόγος, ον, ἕτοιμος εἰς τὸ λέγειν, ὁ ἑτοίμως ἀπαντῶν, Φωτίου Λεξ. ἐν λ. εὑρεσίλογος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἑτοιμολογία) ετοιμόλογος
η ετοιμότητα στον λόγο, το να απαντά κάποιος με άνεση και ευχέρεια, το να δίνει εύκολα απαντήσεις («πολλοὺς δυνάμενος ἀπατᾱν τῇ τοῦ λόγου... ἑτοιμολογίᾳ», Επιφάν.)
νεοελλ.
1. η προχειρολογία
2. η πνευματική ευστροφία.