εύγαμος

From LSJ
Revision as of 09:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek Monolingual

εὔγαμος, -ον (Α)
1. (για πρόσωπο) ευτυχισμένος στον γάμο του, καλοπαντρεμένος
2. ευνοϊκός ή ευχάριστος σχετικά με τον γάμο (α. «εὔγαμος εὐνή» β. «εὔγαμον ὕδωρ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γάμος (< γάμος < γαμώ), πρβλ. απειρό-γαμος].