εὐθηνιαρχικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν A, στέφανος POxy.1252v.17 (iii A.D.).
Greek Monolingual
εὐθηνιαρχικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευθηνιάρχη ή στην ευθηνιαρχία («εὐθηνιαρχικὸς στέφανος»).
Full diacritics: εὐθηνιαρχικός | Medium diacritics: εὐθηνιαρχικός | Low diacritics: ευθηνιαρχικός | Capitals: ΕΥΘΗΝΙΑΡΧΙΚΟΣ |
Transliteration A: euthēniarchikós | Transliteration B: euthēniarchikos | Transliteration C: efthiniarchikos | Beta Code: eu)qhniarxiko/s |
ή, όν A, στέφανος POxy.1252v.17 (iii A.D.).
εὐθηνιαρχικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευθηνιάρχη ή στην ευθηνιαρχία («εὐθηνιαρχικὸς στέφανος»).