εὐθηνιαρχικός

From LSJ
Revision as of 20:37, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθηνιαρχικός Medium diacritics: εὐθηνιαρχικός Low diacritics: ευθηνιαρχικός Capitals: ΕΥΘΗΝΙΑΡΧΙΚΟΣ
Transliteration A: euthēniarchikós Transliteration B: euthēniarchikos Transliteration C: efthiniarchikos Beta Code: eu)qhniarxiko/s

English (LSJ)

ή, όν   A, στέφανος POxy.1252v.17 (iii A.D.).

Greek Monolingual

εὐθηνιαρχικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευθηνιάρχη ή στην ευθηνιαρχία («εὐθηνιαρχικὸς στέφανος»).