ευκαμπής

From LSJ
Revision as of 09:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source

Greek Monolingual

εὐκαμπής, -ές (ΑΜ)
ο κεκαμμένος καλά, ο κατασκευασμένος με τέχνη («εὐκαμπὲς δρέπανον», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. εύκαμπτος, ευλύγιστος («εὐκαμπὴς φλοιός», Θεόφρ.)
2. (για πύον) ολισθηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -καμπής (< κάμπτω), πρβλ. βαθυ-καμπής, οξυ-καμπής].