εὐπερίοπτος

From LSJ
Revision as of 21:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπερίοπτος Medium diacritics: εὐπερίοπτος Low diacritics: ευπερίοπτος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΟΠΤΟΣ
Transliteration A: euperíoptos Transliteration B: euperioptos Transliteration C: efperioptos Beta Code: eu)peri/optos

English (LSJ)

ον,

   A easily slighted, despicable, ἀρχή Plb.Fr.157.

German (Pape)

[Seite 1088] ringsherum sichtbar, Pol. frg. bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίοπτος: -ον, = εὐκαταφρόνητος, Πολυβ. Ἀποσπ. 30.

Greek Monolingual

εὐπερίοπτος, -ον (Α)
ευκαταφρόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-οπτος «καταφανής, εξέχων», με σημασιολ. επίδραση επιθέτων αντίστοιχης σημασίας (π.χ. ευκαταφρόνητος)].

Russian (Dvoretsky)

εὐπερίοπτος: тот, которым легко пренебречь, достойный презрения Polyb.