μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
ἔφηλος, -ον (Α)
1. καρφωμένος σε κάτι
2. (για μάτι) αυτός που έχει λευκό στίγμα
επίσης για πρόσωπο που έχει λευκό στίγμα στα μάτια («ὀφθαλμοῑσιν ἔφηλος», Μέγα Ετυμολογικόν)
3. αυτός που έχει εφηλίδες, φακίδες στο πρόσωπό του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επί + ἧλος «καρφί»].