Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
ἐχιδνότοκος, -ον (ΑΜ)
ο γεννημένος από έχιδνα
μσν.
μτφ. ο γεννημένος από αμαρτωλή ή κακεντρεχή γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρτί-τοκος, πυρί-τοκος].