ζευκτικός

From LSJ
Revision as of 08:40, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζευκτικός Medium diacritics: ζευκτικός Low diacritics: ζευκτικός Capitals: ΖΕΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: zeuktikós Transliteration B: zeuktikos Transliteration C: zefktikos Beta Code: zeuktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,= εὐναῖος, of Aphrodite, Sch.Opp.H.4.156;

   A = ζευκτήριος, ἡνίαι Gloss.

Greek Monolingual

ζευκτικός, -ή, -όν (Α) ζευκτός
1. (το θηλ. ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτή που ενώνει στο κρεβάτι τον άντρα με τη γυναίκα
2. φρ. «ζευκτικαὶ ἡνίαι» — η ζευκτηρία, τα ζευγόλουρα.