Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
και εφοριακός, -ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στην εφορ(ε)ία ή στον έφορο
2. το αρσ. ως ουσ. ο εφοριακός
ο υπάλληλος της εφορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφορ(ε)ία. Η λ. εφορειακός μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς, ενώ η λ. εφοριακός από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].