ζούρα

From LSJ
Revision as of 13:18, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

(I)
η
1. (για λιπαρά υγρά) κατακάθι, υποστάθμη, ίζημα
2. καχεξία, μαρασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura. Κατ' άλλη άποψη υποχωρητικό παρ. < ζουριάζω].
(II)
ζούρα και οὐζούρα, ἡ (Μ)
1. τοκογλυφία, εκμετάλλευση
2. τόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura].