ἡγεμονεία

From LSJ
Revision as of 12:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

German (Pape)

[Seite 1149] ἡ, s. ἡγεμονία.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγεμονεία: ἡμαρτημ. τύπος ἀντὶ ἡγεμονία.

Greek Monolingual

ἡγεμόνεια, ἡ (Α)
θηλ. του Ηγεμονεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του ηγεμον-εύς (πρβλ. ιερ-εύς, ιέρ-εια)].

Russian (Dvoretsky)

ἡγεμονεία: ἥ v. l. = ἡγεμονία.