ζωοτρόφος

From LSJ
Revision as of 13:14, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

(I)
ζωοτρόφος, -ον (Α)
(για το γάλα) ζωοποιός, θρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].
(II)
-ο (Α ζῳοτρόφος, -ον)
αυτός που τρέφει ζώα, που παράγει και συντηρεί ζώα, κτηνοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].