ζωοτρόφος
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
Greek Monolingual
(I)
ζωοτρόφος, -ον (Α)
(για το γάλα) ζωοποιός, θρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].
(II)
-ο (Α ζῳοτρόφος, -ον)
αυτός που τρέφει ζώα, που παράγει και συντηρεί ζώα, κτηνοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].