ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
ἡλουργός, ὁ (Μ)ο κατασκευαστής καρφιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + -ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλ-ουργός, οπλ-ουργός].