κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
-ές
ιατρ. αυτός που πάσχει από ημιμελία, που έχει ένα μέλος ατελές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + μελής (< μέλος) πρβλ. αρτι-μελής, πολυ-μελής].