ημεροθηρικός

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

Greek Monolingual

ἡμεροθηρικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, στη σύλληψη ήμερων ζώων για να χρησιμοποιηθούν για εκτροφή ή κατανάλωση
2. το θηλ. ως ουσ.ἡμεροθηρική
η τέχνη να πιάνει κανείς ήμερα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -θηρικός (< θηρ), πρβλ. αιγο-θηρ-ικός, σκιο-θηρ-ικός].