θεοξένια
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
Greek Monolingual
θεοξένια, τὰ (Α)
γιορτές σε διάφορες περιοχές της αρχαίας Ελλάδας με κύρια εκδήλωση την παράθεση γευμάτων προς τιμήν ενός ή περισσότερων θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -ξένια (< ξένος «φιλοξενούμενος») κατά τα επιφάνια, ανθεστήρια].
Russian (Dvoretsky)
θεοξένια: τά теоксении (празднества в честь божеств, покровительствовавших чужеземцам: Диоскуров в Агригенте, Аполлона в Дельфах и в Пеллене, а также Гермеса) Plut.