θηριοειδής
From LSJ
μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men
English (LSJ)
ές,
A like a wild beast, Adam. 1.4.
German (Pape)
[Seite 1209] ές, thierähnlich, Adam. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
θηριοειδής: -ές, ὅμοιος ἀγρίῳ θηρίῳ, Ἀδαμάντ. Φυσ. 1. 1.
Greek Monolingual
θηριοειδής, -ές (Α)
όμοιος με θηρίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -ειδής (< είδος), πρβλ. δυσ-ειδής, ρομβο-ειδής].