θηριώ

From LSJ
Revision as of 16:35, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446

Greek Monolingual

θηριῶ, -όω (ΑΜ) θηρίο
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακ. ως επίθ.) θηριωμένος και θεριωμένος, -η, -ο
αυτός που ανήκει σε θηρίο, ο θηριώδης
αρχ.
1. μεταβάλλω κάποιον σε θηρίο
2. (για τόπους) είμαι γεμάτος φίδια, ερπετά
3. (ιατρ. για πληγές) γίνομαι κακοήθης, κακοφορμίζω
4. παθ. (για ζώα) θηριοῦμαι, -όομαι
γίνομαι τέλειο θηρίο, αυξάνομαι, παύω να είμαι νεοσσός, θεριεύω
5. μέσ. μτφ. για πρόσ. γίνομαι θηριώδης, άγριος, εξαγριώνομαι.