θηλύγλωσσος

Revision as of 21:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A with woman's tongue, Νοσσίς AP9.26.7 (Antip. Thess.).

German (Pape)

[Seite 1207] Νόσσις, die Sängerinn, Antp. Th. 23 (XI, 26).

Greek (Liddell-Scott)

θηλύγλωσσος: -ον, ἔχων γυναικείαν γλῶσσαν, ὁμιλῶν τρυφερὰ ὡς γυνή, Ἀνθ. Π. 9. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix de femme, à la voix douce.
Étymologie: θῆλυς, γλῶσσα.

Greek Monolingual

θηλύγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει γυναικεία γλώσσα, αυτός που μιλάει σαν γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύ-γλωσσος, πολύ-γλωσσος].

Greek Monotonic

θηλύγλωσσος: -ον, αυτός που έχει γυναικεία γλώσσα, σε Ανθ. Π.