Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
χτυπώ τις πόρτες ζητιανεύοντας, εκλιπαρώ βοήθεια γυρίζοντας από πόρτα σε πόρτα («σαν φτωχού που θυροδέρνει, κι είναι βάρος του η ζωή», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -δέρνω «περιπλανώμαι με κόπους» (< δέρνω), πρβλ. βωλο-δέρνω, παρα-δέρνω].