εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!
ιδιοπρόσωπος, -ον (Α)αυτός που έχει ιδιαίτερη έκφραση στην όψη. επίρρ...ἰδιοπροσώπως (Μ)προσωπικά, ατομικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αντι-πρόσωπος, πολυ-πρόσωπος.