ικτερόεις

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

ἰκτερόεις, -εσσα, -εν (Α)
ικτεριώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + κατάλ. -(ο)εις, (πρβλ. αλγιν-όεις, δακρυ-όεις)].