εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
ἰκτερόεις, -εσσα, -εν (Α)ικτεριώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + κατάλ. -(ο)εις, (πρβλ. αλγινόεις, δακρυόεις)].