ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
ἰοπάρειος, -ον (Μ)αυτός που έχει παρειές με χρώμα ίου, καλλιπάρειος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πάρειος (< παρειά), πρβλ. καλλι-πάρειος, λευκο-πάρειος].