Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ιοπάρειος

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212

Greek Monolingual

ἰοπάρειος, -ον (Μ)
αυτός που έχει παρειές με χρώμα ίου, καλλιπάρειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πάρειος (< παρειά), πρβλ. καλλιπάρειος, λευκοπάρειος].