ισόβιος
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἰσόβιος, -ον)
αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια δεσμά» — ποινή κατά την οποία ο καταδικασμένος μένει στη φυλακή για όλη του τη ζωή).
επίρρ...
ισοβίως και ισόβια
εφ' όρου ζωής, καθ' όλη τη διάρκεια του βίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. αργυρό-βιος, ηδύ-βιος].