ἵππουρος

From LSJ
Revision as of 14:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵππουρος Medium diacritics: ἵππουρος Low diacritics: ίππουρος Capitals: ΙΠΠΟΥΡΟΣ
Transliteration A: híppouros Transliteration B: hippouros Transliteration C: ippouros Beta Code: i(/ppouros

English (LSJ)

ον, (οὐρά)

   A horse-tailed: as Subst.,    1 a sea-fish, Coryphaena hippurus, Epich.51, Arist.HA 543a23, Numen. ap. Ath.7.304d, Opp.H.1.184.    2 a kind of insect, Ael.NA15.1.    3 = ἵππουρις 11.2, Hippiatr.27.

German (Pape)

[Seite 1261] ὁ (eigtl. mit einem Roßschweise), – a) ein Fisch, Ath. VII, 304 c; Arist. H. A. 5, 10. 8, 15; Opp. H. 1, 184; vgl. ἱππουρεύς. – b) bei Ael. H. A. 15, 1 ein Insekt.

Greek (Liddell-Scott)

ἵππουρος: -ον, (οὐρὰ) ἔχων οὐρὰν ἵππου, 1) θαλάσσιός τις ἰχθύς, ὁ καὶ ἱππουρεὺς καὶ κορύφαινα καλούμενος, coryphaena hippūrus, Ἐπίχ. 40 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10. 20· ὁ Ὀππιανὸς (Ἀλ. 1. 184 καὶ 4, 404) καταλέγει τὸν ἰχθὺν τοῦτον ἐν τοῖς κητώδεσιν. 2) εἶδος ἐντόμου, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à queue de cheval;
subst.ἵππουρος;
1 sorte d’insecte;
2 sorte de poisson;
3 sorte de plante.
Étymologie: ἵππος, οὐρά.

Greek Monolingual

ἵππουρος, -ον (ΑΜ) ίππουρις
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ό ἵππουρος
είδος φυτού
αρχ.
1. αυτός που έχει ουρά ίππου
2. το αρσ. ως ουσ. ἵππουρος
α) είδος θαλάσσιου ψαριού
β) είδος εντόμου
γ) είδος υδρόβιου φυτού, αλλ. ίππουρις.

Russian (Dvoretsky)

ἵππουρος: рыба золотая макрель (Coryphaena hippurus) Arst.