κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
ἰχθυαῖος, -α, -ον (Μ)όμοιος με ψάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθύς + επίθημα -αιος (πρβλ. πηχυ-αίος)].