ἰσχνοποιός

From LSJ
Revision as of 16:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

German (Pape)

[Seite 1272] mager machend, Sp.

Greek Monolingual

ἰσχνοποιός, -όν (Μ)
αυτός που καθιστά κάτι ισχνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο-ποιός, θερμο-ποιός.