Καισαρεών
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
Greek Monolingual
Καισαρεών και Καισάρειος και Καισάριος, ὁ (Α)
(ενν. μήν) ονομασία μήνα στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καῖσαρ, αναλογικά προς άλλες ονομασίες μηνών, πρβλ. Ποσειδ-εών].