Καισάρειος
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
English (LSJ)
ον, of, belonging to Caesar, οἱ Κ. his household or officials, POxy. 477.5 (ii AD), DC. 52.24, al.; οἶκος Καισάρειος, hall in Herod the Great's palace, J. BJ 1.21.1; τὸ Καισάρειον = temple of Julius Caesar at Alexandria, Str. 17.1.9; Καισάρεια (καιρόηα), τά, games in honour of Gaius Caesar at Cos, SIG 1065.9 (Cos); at Corinth and elsewhere, IG 7.1856 (Thespiae), etc.; Καισάρειος, or Καισάριος, ὁ (sc. μήν), name of month in Egypt and elsewhere, POxy. 45.17 (i AD), Hemerolog.Flor., etc.; — also Καισαρεών, -ῶνος, ὁ, Rev.Et. Gr. 19.268 (Κεσ-, Aphrodisias).
Greek Monolingual
-α, -ο (Α καισάρειος, -ον θηλ. και -εία)
αυτός που ανήκει στον καίσαρα, καισαρικός, αυτοκρατορικός
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Καισάρειος και -ιος (ενν. μήν)
Καισαρεών
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί Καισάρειοι
οι απελεύθεροι του Καίσαρος
3. το ουδ. ως ουσ. τo Καισάρειον
ιερό του Ιουλίου Καίσαρος στην Αλεξάνδρεια
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Καισάρεια
αγώνες που διεξάγονταν στην Κω προς τιμήν του Γαΐου Καίσαρος
5. φρ. «οίκος Καισάρειος» — το ανάκτορο του Ηρώδη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < λατ. caesareus (< Caesar «καίσαρ»)].