καλοκαιριάτικος

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
καλοκαιρινός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλοκαίρι.
επίρρ...
καλοκαιριάτικα
σε εποχή καλοκαιριού, κατά το θέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλοκαίρι + κατάλ. -άτικος (πρβλ. κυριακ-άτικος, μεσημερι-άτικος)].