καντηλήθρα

From LSJ
Revision as of 13:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

η
μικρό μεταλλικό στήριγμα για το φιτίλι του καντηλιού που με τη βοήθεια φελλού πλέει στο λάδι ή στηρίζεται στα χείλη του δοχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καντήλι + κατάλ. -ήθρα (παρεκτεταμένη μορφή του επιθήματος -θρα), πρβλ. δακτυλ-ήθρα, κολυμβ-ήθρα].