κάρδιον

From LSJ
Revision as of 17:00, 14 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρδιον Medium diacritics: κάρδιον Low diacritics: κάρδιον Capitals: ΚΑΡΔΙΟΝ
Transliteration A: kárdion Transliteration B: kardion Transliteration C: kardion Beta Code: ka/rdion

English (LSJ)

τό, Dim. of καρδία,

   A heart-shaped ornament, IG11(2).161B 116 (pl., Delos, iii B.C.).

Greek Monolingual

το (Α κάρδιον) νεοελλ. ζωολ. γένος ελασματοβράγχιων μαλακίων της οικογένειας Cordiidae
αρχ.
κόσμημα που είχε σχήμα καρδιάς, αλλ. καρδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδία. Με τη νεοελλ. σημ. αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardium < card- (πρβλ. καρδία) + νεολατ. κατάλ. -ium που αποδίδεται με την -ιον)].