καππυρίζω

Revision as of 23:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

for καταπυρίζω,

   A catch fire, aor. 1 part. καππυρίσασα dub. in Theoc.2.24.

German (Pape)

[Seite 1324] = καταπυρίζω, Feuer fangen, sich entzünden, Theocr. 2, 24, wo Valcken. καππυρίσασα in κάππυρος εὖσα änderte.

Greek (Liddell-Scott)

καππῠρίζω: ἀντὶ καταπυρίζω, ἀνάπτω, «παίρνω φωτιὰ», ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «πυρακτοῦμαι», Θεόκρ. 2. 24, ἔνθα ἀντὶ τοῦ καππυρίσασα ὁ Valck. προτείνει καππυρὸς εὖσα, ὁ δὲ Meineke ἐξέδωκε κἀκπυρήσασα.

French (Bailly abrégé)

prendre feu, s’enflammer.
Étymologie: κάπ, πῦρ.

Greek Monolingual

καππυρίζω (Α)
παίρνω φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπυρίζω, με αποκοπή του -τα-].

Greek Monotonic

καππῠρίζω: αντί καταπυρίζω, ανάβω, παίρνω φωτιά, μτχ. αορ. αʹ καππυρίσασα, σε Θεόκρ.