κατιππάζομαι
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
German (Pape)
[Seite 1402] ion. = καθιππάζομαι, Her.
Greek (Liddell-Scott)
κατιππάζομαι: κατῑρόω, κατίστημι, Ἰων. ἀντὶ καθ-.
French (Bailly abrégé)
ion. c. καθιππάζομαι.
Greek Monolingual
κατιππάζομαι (Α)
ιων. τ. βλ. καθιππάζομαι.
Greek Monotonic
κατιππάζομαι: κατ-ῑρόω, κατ-ίστημι, Ιων. αντί καθ-.