Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεραμιδαρειό

From LSJ
Revision as of 13:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349

Greek Monolingual

το
1. κεραμοποιείο
2. τόπος με πολλά κεραμίδια
3. φρ. «τά κάνε κεραμιδαρειό» — κατέστρεψε τελείως τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδ-ι + κατάλ. -αρειό (πρβλ. γυφτ-αρειό, τεμπελ-αρειό)].