εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
κηλοποιός, -όν (Α)αυτός που προκαλεί κήλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. θεο-ποιός, νικο-ποιός.