κιγκλίδωμα
From LSJ
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
Greek Monolingual
το (Μ κιγκλίδωμα)
φραγμός από κάγκελα, περίφραγμα από κιγκλίδες
νεοελλ.
φρ. «κιγκλίδωμα κλίμακας» — οι κιγκλίδες που τοποθετούνται στα πλάγια σκάλας και χρησιμεύουν ως στήριγμα εκείνων που ανέρχονται και κατέρχονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κιγκλιδῶ (< κιγκλίς, -ίδος ή από μεταπλασμό του κιγκλίζω [Ι]). Το νεοελλ. κιγκλιδώνω μαρτυρείται πολύ μεταγενέστερα. Μαρτυρείται εξάλλου και αρχ. ρηματ. επίθ. κιγκλιδωτός].