κληματίδα
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Greek Monolingual
η (AM κληματίς, -ίδος)
1. μικρός κλάδος κλήματος αμπέλου, κληματόβεργα, κληματσίδα
2. κάθε φυτό κληματώδες και αναρριχητικό, όπως η άμπελος, ο κισσός, το αγιόκλημα κ.λπ.
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας ρανουγκουλίδες
μσν.-αρχ.
στον πληθ. αἱ κληματίδες
ξύλα για κάψιμο, φρύγανα («ἐπὶ τάς λοιπάς ἐμπρῆσαι βουλόμενοι ὁλκάδα παλαιὰν κληματίδων και δᾳδὸς γεμίσαντες... πῦρ ἐμβαλόντες», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, -ατος + κατάλ. -ίς / -ίδος (πρβλ. αιματ-ίς, υδατ-ίς)].