κολουρόκωνος
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
ὁ,
A truncated cone, Hero Metr.3.22.
Greek Monolingual
κολουρόκωνος, ὁ (Α)
ο κώνος του οποίου κόπηκε το τμήμα της κορυφής, κόλουρος κώνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλουρος + κῶνος.