ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Full diacritics: κορσωτεύς | Medium diacritics: κορσωτεύς | Low diacritics: κορσωτεύς | Capitals: ΚΟΡΣΩΤΕΥΣ |
Transliteration A: korsōteús | Transliteration B: korsōteus | Transliteration C: korsotefs | Beta Code: korswteu/s |
-έως, = κορσωτήρ.
κορσωτεύς, -έως, ὁ (Α)
κουρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κορσωτήρ με την κατάλ. -εύς, που απαντά κυρίως σε μετονοματικά παρ.].