κορώνιος

From LSJ
Revision as of 10:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορώνιος Medium diacritics: κορώνιος Low diacritics: κορώνιος Capitals: ΚΟΡΩΝΙΟΣ
Transliteration A: korṓnios Transliteration B: korōnios Transliteration C: koronios Beta Code: korw/nios

English (LSJ)

ον,

   A with crumpled horns, Hsch.    II Κορώνιος, ὁ (sc. μήν), name of month at Cnossus, GDI5015.28.

Greek (Liddell-Scott)

κορώνιος: -ον, «μηνοειδῆ ἔχων κέρατα βοῦς» Ἡσύχ.; ἀμφίβολ.

Greek Monolingual

κορώνιος, -ον (Α) κορώνη
1. αυτός που έχει καμπύλα κέρατα
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κορώνιος (ενν. μήν)
ονομασία μήνα στην Κνωσό
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κορώνιον
είδος φυτού.