κρατάρχης

From LSJ
Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532

Greek (Liddell-Scott)

κρατάρχης: ὁ, αὐτοκράτωρ, Ἐφρ. Καισ. 807, κτλ.

Greek Monolingual

κρατάρχης, ὁ (Μ)
ηγεμόνας, αυτοκράτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος + ἄρχης (< ἄρχω), πρβλ. νομ-άρχης, στρατ-άρχης].