κρουπέζιον
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
τό, Dim. of κρούπεζαι, Poll. 10.153, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1514] τό, dim. zum Vorigen, Poll. 10, 153.
Greek Monolingual
κρουπέζιον, τὸ (Α) κρούπεζαι
υποκορ. του κρούπεζαι.