κυψελίτης
From LSJ
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
English (LSJ)
ῥύπος, ὁ, wax in the ears, EM 549.24.
German (Pape)
[Seite 1540] ὁ, das Ohrenschmalz, E. M. 549, 24.
Greek Monolingual
ο (Α κυψελίτης) κυψελίς
φρ. «κυψελίτης ρύπος» — η κυψελίδα του αφτιού.